χαλκουργείο

χαλκουργείο
το
το εργαστήριο του χαλκουργού, χαλκείο, χαλκωματάδικο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χαλκουργείο — το / χαλκουργεῑον, ΝΑ [χαλκουργός] νεοελλ. εργαστήριο χαλκού ργού αρχ. μεταλλείο χαλκού («ἐν τῇ Θηβαΐδι χαλκουργείων εὑρεθέντων καὶ χρυσείων», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • χαλκοτυπείο — το / χαλκοτυπεῑον, ΝΜΑ, και εσφ. γρφ. χαλκοτυπίον Α [χαλκοτύπος] χαλκουργείο …   Dictionary of Greek

  • χαλκωματάδικο — και χαρκωματάδικο, το, Ν χαλκουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαλκωματαδ τού πληθ. χαλκωματάδες τής λ. χαλκωματάς + κατάλ. ικο (πρβλ. γαλατάδ ικο)] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Γεροσκήπου (Κύπρου) — Το μουσείο αυτό υπάγεται στο Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Λειτουργεί από το 1978 σε ένα αρχοντικό του 18ου αι., γνωστό ως «οικία του Χατζησμίθ», το οποίο ανήκε στον προξενικό πράκτορα της Αγγλίας Αντρέα Ζυμπουλάκη. Η συλλογή του αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • χαλκωματάδικο — το το εργαστήριο του χαλκωματά, χαλκουργείο, μπακιρτζίδικο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”